αιρετοκριτικός

αιρετοκριτικός
-ή, -ό [αιρετοκριτής]
αυτός που αναφέρεται στον αιρετοκριτή ή στην αιρετοκρισία, διαιτητικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αιρετοκριτής — ο διαιτητής που διοριζόταν επί Τουρκοκρατίας σε νησιά τού Αιγαίου από το δικαστήριο με τη συγκατάθεση τών διαδίκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιρετός + κριτής. ΠΑΡ. νεοελλ. αιρετοκριτικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”